- χαρακτηριστικότητα
- ηη ιδιότητα του χαρακτηριστικού, ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρακτηριστικότητα — η, Ν διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακτηριστικός. Η λ., στον λόγιο τ. χαρακτηριστικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek